στιπτός

στιπτός
στιπτός, ή, όν, prop.,
A trodden down, στιπτὴ φυλλάς,= στιβάς, S.Ph.33: metaph., σ. γέροντες tough, sturdy old fellows, Ar. Ach.180 (perh. with allusion to στιπτοὶ ἄνθρακες, hard charcoal, Thphr.Ign.37). (In some codd. of S. written στειπτός, as also ἄ-στειπτος for ἄ-στιπτος.)

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • στιπτός — trodden down masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στιπτός — ή, ό / στιπτός, ή, όν, ΝΑ, και στυφτός και στιφτός, ή, ο, Ν, και στειπτός, ή, όν, Α νεοελλ. στιμμένος αρχ. 1. στερεά πατημένος, πεπιεσμένος («στιπτὴ φυλλὰς», Σοφ.) 2. φρ. α) «στιπτοὶ γέροντες» μτφ. τραχείς, σκληραγωγημένοι γέροντες (Αριστοφ.) β)… …   Dictionary of Greek

  • στιπτόν — στιπτός trodden down masc acc sg στιπτός trodden down neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στιπτοί — στιπτός trodden down masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στιπτούς — στιπτός trodden down masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στιπτῆς — στιπτός trodden down fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στιπτή — στιπτός trodden down fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άστιπτος — ἄστιπτος ον (Α) ο απάτητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + στιπτός < στείβω «πατώ»] …   Dictionary of Greek

  • εΰστιπτος — ἐΰστιπτος, ον (Α) υφασμένος πυκνά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + στιπτός (< στείβω, «πατώ με πόδι»), που εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα ι τού ρ. στείβ ω] …   Dictionary of Greek

  • πολύστιπτος — ον, Α (κατά τον Ησύχ.) «πολυπόρευτρς». [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + στιπτός (< στείβω «βαδίζω»)] …   Dictionary of Greek

  • στειπτός — ή, όν, Α βλ. στιπτός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”